Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ Ε/Π ΕΣ 633 Σαν σήμερα 15 Σεπτεμβρίου 1994 συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από την πτώση του μοιραίου ελικοπτέρου μετά την κατάσβεση δασικής πυρκαγιάς στην περιοχή Περιστεριά του Αιγείρου Δράμας






ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Άπαντες ανήκαν στην δύναμη του 3ου ΤΕΑΣ, το δε Ε/Π στη δύναμη του 1ου ΤΕΑΣ, αποσπασμένο στο 3ο ΤΕΑΣ, για την κάλυψη των αναγκών δασοπυροσβέσεως και συγκεκριμένα της βάσης δασοπυρόσβεσης Αμυγδαλεώνα Καβάλας.

Οι βάσεις των ελικοπτέρων UH-1Η ήταν διασκορπισμένες σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις που βρίσκονται σε στρατηγικές θέσεις ανά τη χώρα με κύριο σκοπό την άμεση επέμβαση σε πυρκαγιές στο ξεκίνημά τους στο πλαίσιο της αρχικής προσβολής. Κάθε βάση είχε περίπου 27 πυροσβέστες οργανωμένους σε εξαμελή πληρώματα: ένα πλήρωμα για την πρωινή βάρδια, ένα δεύτερο για την απογευματινή βάρδια και μία τρίτη σε αναμονή κατά τη διάρκεια των μεσημεριανών ωρών υψηλού κινδύνου καλύπτοντας τις δύο άλλες, όπως επίσης και τις ημέρες ανάπαυσης και αργιών.             Κάθε UH-1H μετέφερε μια τέτοια ομάδα επιπλέον του τριμελούς στρατιωτικού πληρώματος. Το μικρό μέγεθος των UH-1H επέτρεπε την προσγείωση σε χώρο πλησίον της πυρκαγιάς όπως αρμόζει για αρχική προσβολή.



Το Ε/Π ΕΣ 633, στο Α/Δ Αμυγδαλεώνα, έτοιμο για απογείωση, μεταμεσημβρινές ώρες της 15/9/1994.


ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ

Σύμφωνα με πληροφόρηση που είχαμε από τον συνάδελφο κ. Ρέντζο Κωνσταντίνο:  κάθε μία Βάση Δασοπυρόσβεσης, επανδρωνόταν από 2 Κυβερνήτες Ε/Π UH-1H, έναν Συγκυβερνήτη και τον Μηχανοσυνθέτη του Ε/Π.

Την συγκεκριμένη Βάση του Α/Δ Αμυγδαλεώνα Καβάλας, την επάνδρωναν εκτός από το πλήρωμα που τιμάμε με το αφιέρωμα αυτό, και ο Λοχαγός Νίκος Λαζαρίδης, που εκείνη την μέρα, ήταν ο Κυβερνήτης που ξεκίνησε τις αποστολές του πρώτου μισού της μέρας (ΠΦ μέχρι μεσημέρι).
Επίσης ο συγχωρεμένος Μ/Χ του Ε/Π Αρχιλοχίας (ΤΘ) Δημήτρης Σκούντας είχε αντικαταστήσει την προηγούμενη μέρα, τον κανονικό Μ/Χ που επάνδρωνε την Βάση, τον Βασιλειάδη Ιωάννη, γιατί ο τελευταίος έπρεπε να πάει να γράψει εξετάσεις για κάποια εκπαίδευση στην Αμερική.

Το ατύχημα έγινε στις 15 Σεπτεμβρίου 1994, ημέρα Πέμπτη, και ώρα λίγο πριν, λίγο μετά το τελευταίο φως. Το Ε/Π ΕΣ 633, με το τριμελές πλήρωμα και επιβαίνοντες άλλους 7 δασοκομάντος, είχε απογειωθεί από τη Βάση του για μεταφορά τους για κατάσβεση δασικής πυρκαγιάς στην περιοχή Περιστεριά του Αιγείρου Δράμας. Μετά την άφεση των δασοπυροσβεστών στο σημείο, το Ε/Π εκτέλεσε ρίψεις νερού με τον κάδο και με το σβήσιμο της φωτιάς, προσγειώθηκε, επιβίβασε την Ομάδα των 7 και ξεκίνησε τη πτήση επιστροφής του στο Α/Δ Καβάλας, κατά την οποία προσέκρουσε σε ηλεκτροφόρα καλώδια και κατέπεσε σε βραχώδη περιοχή όπου συνετρίβη, με συνέπεια να σκοτωθούν όλοι οι επιβαίνοντες.

                                   
ΙΣΤΟΡΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ  ΣΤΡΑΤΟΥ




  Το Ε/Π ΕΣ 633, έχει προσγειωθεί πλησίον του χώρου της φωτιάς, οι Δασοκομάντος αποβιβάζονται.



Το Ε/Π ΕΣ 633, έχει προσγειωθεί πλησίον του χώρου της φωτιάς, οι Δασοκομάντος αποβιβάζονται με τα ατομικά τους είδη πυροσβέσεως και γίνεται η ανάπτυξη του κάδου αεροπυρόσβεσης.


Το Ε/Π ΕΣ 633, έτοιμο να απογειωθεί με τον κάδο αεροπυρόσβεσης.


Η πυρκαγιά έχει σβήσει, οι Δασοκομάντος, έχουν αναρτήσει τα προσωπικά τους είδη, το
 Ε/Π με το πλήρωμα, έχει τελειώσει τις ρίψεις και βρίσκεται στη φάση της προσγείωσης, οι δασοκομάντος έχουν σταθεροποιήσει τον κάδο.











Οργάνωση των πρώτων αερομεταφερόμενων δυνάμεων δασοπυρόσβεσης στην Ελλάδα


Η δασοπυρόσβεση στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του '90

Στις αρχές της δεκαετίας του '90 η Δασική Υπηρεσία, που  είχε την ευθύνη της δασοπυρόσβεσης, διέθετε περίπου  4.500 μόνιμους υπαλλήλους (δασολόγους, δασοπόνους,  δασοφύλακες και δασοπυροσβέστες). Στο προσωπικό αυτό προσθέτονταν περί τους 5.600 εποχικοί δασοπυροσβέστες και 650 πυροφύλακες. Στο έδαφος η Δασική Υπηρεσία διέθετε 315 ειδικά δασοπυροσβεστικά οχήματα αφιερωμένα στη δασοπυρόσβεση, ενώ υποστήριξη από τον αέρα  προσέφεραν 12 αμφίβια αεροσκάφη Canadair CL-215, 22  μονοκινητήρια αεροσκάφη PZL, και 3 συστήματα ρίψης επιβραδυντικών ουσιών τύπου MAFFS τα οποία, όταν απαιτούνταν, προσαρμοζόντουσαν στα υπάρχοντα στρατιωτικά μεταγωγικά αεροσκάφη τύπου C-130 της Πολεμικής Αεροπορίας. Ακόμη, η Δασική Υπηρεσία είχε την υποστήριξη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας με σημαντικό αριθμό οχημάτων και προσωπικού ιδίως στην αντιμετώπιση πυρκαγιών κοντά σε αστικά κέντρα. 
Κατά την περίοδο εκείνη, έχοντας βιώσει τρεις χρονιές (1981, 1985, 1988) με πολλές καταστροφές κατά τη δεκαετία του '80, ήταν σαφές ότι το πρόβλημα των πυρκαγιών χειροτέρευε και η υπάρχουσα οργάνωση και δυνάμεις ήταν 
ανεπαρκείς για την αντιμετώπισή του. Η μεγάλη ξηρασία του 1992, στο ξεκίνημα ενός τριετούς κύκλου που οδήγησε πολλά μέρη της Ελλάδας σε λειψυδρία, είχε επίσης ως αποτέλεσμα σημαντικές καμένες εκτάσεις περιλαμβανόμενου μεγάλου μέρους του Δρυμού της Βάλια Κάλντα που κάηκε τον Αύγουστο του 1992. Η τότε κυβέρνηση ξεκίνησε μια αναζήτηση λύσεων βελτίωσης του αντιπυρικού μηχανισμού ώστε να αποφευχθούν νέες καταστροφές.Οι αναλύσεις που έγιναν κατέδειξαν ότι, εξαιτίας συγκεκριμένων αδυναμιών του μηχανισμού, συχνά οι πυρκαγιές ξέφευγαν της αρχικής προσβολής λαμβάνοντας μεγάλες διαστάσεις και απαιτώντας πολλαπλάσιες δυνάμεις και προσπάθεια για τον έλεγχό τους. Τέτοιες αδυναμίες ήταν:

•Αναποτελεσματικότητα ελέγχου όταν δεν υπάρχουν δρόμοι για τα πυροσβεστικά οχήματα και όπου το έδαφος είναι πολύ απότομο.

•Περιορισμένη επιχειρησιακή δυνατότητα των εναέριων μέσων, κυρίως των CL-215, σε πυρκαγιές που συμβαίνουν μακριά (> 25 χλμ.) από τη θάλασσα ή μεγάλες λίμνες.
Ανεπαρκείς πυροσβεστικές δυνάμεις στα εκατοντάδες κατοικημένα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους για την αντιμετώπιση πυρκαγιών που ξεφεύγουν της αρχικής προσβολής.

•Αναποτελεσματική κατάσβεση όταν είναι περιορισμένο το διαθέσιμο νερό ή όταν απαιτείται χειρωνακτική εργασία (π.χ. αλυσοπρίονα, φτυάρια κ.λπ.) αφού η μεθοδολογία αντιμετώπισης είναι προσανατολισμένη στην άμεση προσβολή με χρήση νερού από πυροσβεστικά οχήματα.

Η ελληνική κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενη σε μεγάλο βαθμό αυτές τις αδυναμίες, αποφάσισε στις αρχές της αντιπυρικής περιόδου του 1993 να ενοικιάσει τις υπηρεσίες δέκα ελικοπτέρων (έξι Bell-212 και τεσσάρων Super Puma) εφοδιασμένων με πτυσσόμενους κάδους υδροληψίας και δασοπυρόσβεσης (Bambi bucket). Σύντομα, μετά από αυτό, στις αρχές του Ιουλίου του 1993, με πρόταση του πρώτου των συγγραφέων, αποφασίστηκε η οργάνωση ειδικών αερομεταφερόμενων ομάδων δασοπυρόσβεσης που μεταφερόμενες σε ελάχιστο χρόνο με αυτά τα ελικόπτερα και υποστηριζόμενες από τις ρίψεις νερού που θα έκαναν, θα μπορούσαν να ελέγξουν πυρκαγιές σε απομακρυσμένες περιοχές λίγο μετά την έναρξή τους. Η ιδέα για την οργάνωση τέτοιων ομάδων βασίστηκε στα πρότυπα αντίστοιχων ομάδων (helicrews) στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Η απόφαση αυτή άνοιξε το δρόμο για την οργάνωση των πρώτων αερομεαφερόμενων πυροσβεστικών πληρωμάτων στην Ελλάδα.

Η οργάνωση των αερομεταφερόμενων ομάδων δασοπυρόσβεσης

Η πρώτη πρόσκληση για αιτήσεις εποχικής απασχόλησης εκδόθηκε στα μέσα του Ιουλίου 1993. Με δεδομένο ότι η εργασία αναμενόταν να είναι σκληρή, χειρωνακτική και με μεγάλες απαιτήσεις πειθαρχίας κρίθηκε απόλυτα αναγκαίο να προτιμηθούν υποψήφιοι που είχαν προηγουμένως υπηρετήσει στις ειδικές δυνάμεις (κομάντο) (Λόχοι Ορεινών Καταδρομών, Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών κ.λπ.) των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων κατά τη διάρκεια της διετούς υποχρεωτικής στρατιωτικής τους θητείας. 
Το μέγιστο αποδεκτό όριο ηλικίας καθορίστηκε το 35ο έτος.

Η εφαρμογή των προβλεπόμενων από τον περί προσλήψεων νόμο προθεσμιών είχε ως αποτέλεσμα την ολοκλήρωση της διαδικασίας στρατολόγησης στις 10 Αυγούστου. Έξι μέρες αργότερα άρχισε ένα δεκαήμερο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τους επιλεγέντες. Καθώς το πρόγραμμα αυτό έπρεπε να ολοκληρωθεί το ταχύτερο δυνατό, η οργάνωσή του βασίσθηκε σε υπάρχοντες πόρους.

Η οργάνωση και εκτέλεση του προγράμματος εκπαίδευσης ανατέθηκε στο Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων, ένα εκπαιδευτικό ινστιτούτο χρηματοδοτούμενο κυρίως από το τότε Υπουργείο Γεωργίας, που διαθέτει ιδιαίτερα καλή οργάνωση, ικανά στελέχη και οικονομική ευελιξία. Το πρόγραμμα οργανώθηκε σε συνεργασία με την τότε Γενική Γραμματεία Δασών & Φυσικού Περιβάλλοντος (ΓΓΔ & ΦΠ).

Ως χώρος εκπαίδευσης, με τη συνεργασία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, επιλέχθηκε το στρατόπεδο εκπαίδευσης των ειδικών δυνάμεων του Ελληνικού Στρατού στο Μεγάλο Πεύκο Αττικής. Ο χώρος αυτός ήταν οικείος για τους περισσότερους από τους νέους δασοπυροσβέστες και είχε τις απαραίτητες εγκαταστάσεις για να τους επαναφέρει σε πολύ καλή φυσική κατάσταση.
Το τμήμα της οργάνωσης των ομάδων, της εμπέδωσης πνεύματος πειθαρχίας και ομαδικής συνεργασίας και της βελτίωσης της φυσικής κατάρτισης ανατέθηκε στον έμπειρο έφεδρο ταγματάρχη καταδρομών Αλέξανδρο Κόντο. Σημαντική ήταν και η συνδρομή κανονικών στρατιωτικών εκπαιδευτών του στρατοπέδου.

Οι εκπαιδευόμενοι αντιμετώπισαν ένα μη αναμενόμενο σκληρό πρόγραμμα που περιλάμβανε καθημερινά τέσσερις ώρες άσκηση σε δύσκολες καλοκαιρινές συνθήκες. Τη δεύτερη εβδομάδα, μεταξύ άλλων ασκήσεων, έπρεπε να αναρριχηθούν σε κάθετους βράχους με τη βοήθεια σχοινιών. Οι διαδικασίες αυτές οδήγησαν στην απόρριψη ή την εθελοντική αποχώρηση ενός αριθμού επιλεχθέντων που δεν είχαν τη θέληση ή ήταν ακατάλληλοι για το συγκεκριμένο έργο. Επιπρόσθετα, καλλιέργησαν ένα πνεύμα άμιλλας και βοήθησαν στην επιλογή των επικεφαλής των ομάδων. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί η θερμή συμπαράσταση στο όλο εγχείρημα και ιδιαίτερα στους εκπαιδευόμενους του τότε Διευθυντή Προστασίας Δασών Θεόδωρου Παπαδόπουλου. Σε αυτόν και στον Αλέξανδρο Κόντο οφείλεται και ο όρος “δασοκομάντος” που υιοθετήθηκε για την περιγραφή των αερομεταφερόμενων ομάδων και ο οποίος βοήθησε στην εμπέδωση ενός κλίματος υπερηφάνειας για το νέο προσωπικό.

Η εκπαίδευση αναλήφθηκε από Έλληνες ειδικούς σε θέματα δασικών πυρκαγιών, περιλαμβανομένων των δύο πρώτων συγγραφέων του παρόντος, και έμπειρο προσωπικό της ΓΓΔ & ΦΠ. Η εκπαίδευση βασίστηκε σε επιλεγμένο υλικό από τη βασική εκπαίδευση πυροσβεστών των ΗΠΑ (κυρίως το πρόγραμμα S-190), που προσαρμόστηκε στις ελληνικές συνθήκες. Περιελάμβανε μια εισαγωγή για τα καθήκοντα του πυροσβέστη και τη θέση του στην οργάνωση, βασική γνώση συμπεριφοράς φωτιάς και επίδρασης των καιρικών συνθηκών στην πυρκαγιά, αρχές πυρόσβεσης και χρήση χειρωνακτικού και μηχανικού (πυροσβεστικές αντλίες οχημάτων) εξοπλισμού κατάσβεσης. Στην εκπαίδευση επίσης αναπτύχθηκαν θέματα ασφάλειας, με έμφαση στα ατυχήματα εργασίας, όπως επίσης σε κινδύνους που οφείλονται στο περιβάλλον της φωτιάς. Ακόμη, ένας εξειδικευμένος γιατρός, ο Δρ Δημήτριος Πύρρος, παρέδωσε μαθήματα και παραδείγματα σε θέματα πρώτων βοηθειών. 

Τις τελευταίες λίγες μέρες του προγράμματος τρεις Καναδοί ειδικοί σε δασικές πυρκαγιές από το Ontario, που διατέθηκαν από την εταιρεία ενοικίασης των ελικοπτέρων, προστέθηκαν στους εκπαιδευτές και συνέβαλαν στην εκπαίδευση με την πολύτιμη πείρα τους κυρίως με τη μορφή της πρακτικής εκπαίδευσης σε ένα δασικό περιβάλλον. Τέλος, χειριστές των ελικοπτέρων, τα οποία αφίχθησαν από το εξωτερικό περί το τέλος του εκπαιδευτικού προγράμματος, παρείχαν την απαιτούμενη εκπαίδευση σε θέματα ασφάλειας σχετικά με τη μεταφορά πληρωμάτων με ελικόπτερα και τη συνεργασία αέρος-εδάφους κατά τις επιχειρήσεις.

Σχεδόν 150 εκπαιδευόμενοι ολοκλήρωσαν με επιτυχία το πρόγραμμα τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου και αμέσως οργανώθηκαν σε ομάδες και άσκησαν τα καθήκοντά τους σε βάσεις ελικοπτέρων ανά την Ελλάδα. Αυτοί και τα ελικόπτερα άρχισαν την εργασία τους πολύ αργά σε μία ιδιαίτερα δύσκολη αντιπυρική περίοδο που είχε πολύ αρνητικά αποτελέσματα μέχρι τότε και κατά την οποία η ξηρασία συνεχίστηκε μέχρι το Νοέμβριο. Εργάσθηκαν περίπου 45 ημέρες και βοήθησαν σε πολλές περιπτώσεις, παρά έλλειψη εμπειρίας, στη μείωση των καταστροφών για το τελευταίο μέρος της μακράς εκείνης αντιπυρικής περιόδου.

Παρά το γεγονός ότι το κόστος της μίσθωσης των ελικοπτέρων και του προγράμματος της οργάνωσης των αερομεταφερόμενων μονάδων πυρόσβεσης ήταν υψηλό για το παραχθέν έργο, δεδομένης της σύντομης διάρκειας της εμπλοκής των αερομεταφερόμενων ομάδων στην καταστολή των πυρκαγιών τη χρονιά εκείνη, τα δύο νέα “εργαλεία” (ελικόπτερα και ομάδες δασοπυρόσβεσης) είχαν την ευκαιρία να δείξουν τις δυνατότητές τους και έτσι κέρδισαν μία θέση στο μηχανισμό δασοπυρόσβεσης της χώρας για τα επόμενα χρόνια.

Δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος, Εντεταλμένος Ερευνητής
Δρ Γεώργιος Λυριντζής, Διατελέσας Τακτικός Ερευνητής 
Γεώργιος Μάντακας, DSPU Δασολόγος
Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων
& Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων







Το μνημείο των Δασοκομάντο στη δασική περιοχή Τερψιθέα



ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικήτα, στον ευρύτερο χώρο του μνημείου



Το μνημείο των Δασοκομάντο στο σημείο πτώσης του μοιραίου Ε/Π ΕΣ 633









Σπάρτα - Δράμα: Τιμώντας τους ηρωικούς «Κομάντος της Φωτιάς»



Διακριτικά και χωρίς τυμπανοκρουσίες δυο Σπαρτιάτες ξεκίνησαν στις 8 το πρωί της Κυριακής 29 Ιουνίου, ένα δρομικό προσκύνημα με αφετηρία τη Σπάρτη και σημείο τερματισμού το μνημείο των "Δασοκομάντος ή Κομάντος της Φωτιάς" στη Δράμα, οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους πάνω στο καθήκον μια μοιραία ημέρα του Σεπτεμβρίου 1994.
Η πορεία αυτή αποτελεί έμπνευση και κατά κάποιο τρόπο «τάμα» του κομάντο – εκπαιδευτή & έμπειρου διασώστη Γιώργου Βασίλαρου ο οποίος είχε αναπτύξει ως εκπαιδευτής έντονους δεσμούς με την Ομάδα των Δασοκομάντος και παίρνει σάρκα και οστά φέτος με αφορμή τη συμπλήρωση 20 ετών από το τραγικό ατύχημα που στοίχισε τη ζωή σε 10 παλληκάρια.
Συνοδοιπόρος του Γιώργου Βασίλαρου στο όλο εγχείρημα είναι ο Νίκος Μπακής, φωτογράφος, ακτιβιστής και Σπαρτιάτης με τη δική του πορεία ως αθλητής, ο οποίος και θα διοχετεύει υλικό στη σελίδα στο facebook: «Σπάρτα-Δράμα Sparta-Drama».
Το «1ο Σπάρτα – Δράμα» ξεκίνησε με τους δυο συνοδοιπόρους να εισέρχονται στο μονοπάτι Ε4 και η απόσταση που καλούνται να καλύψουν θα είναι αρκετά μεγαλύτερη από τα 859 «επίσημα χιλιόμετρα» από τη στιγμή που θα ακολουθήσουν το Μονοπάτι και όχι πορεία στην άσφαλτο.